σαρδισμός

σαρδισμός
σαρδισμός, ,
A mixture of dialects, Quint.Inst.8.3.59 (from the mixed population of Sardis).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σαρδισμός — ὁ, Α [Σάρδεις] η συνύπαρξη πολλών και διαφορετικών διαλέκτων εξαιτίας τού μωσαϊκού τών λαών που ζούσαν στις Σάρδεις, πρωτεύουσα τής Λυδίας …   Dictionary of Greek

  • σορδισμός — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ μὴ καθαρῶς διαλέγεσθαι ἤτοι ἑλληνίζειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί σαρδισμός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”